μεσημεριάζει

μεσημεριάζει
(ρ. απρόσ.), πλησιάζει μεσημέρι: Μεσημεριάζει, άρχισα να πεινώ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεσημεριάζει — μεσημεριάζει, μεσημέριασε (ως απρόσ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μεσημεριάζω — (Μ μεσημεριάζω) [μεσημέρι] (το γ εν. ως απρόσ. κυρίως στον ενεστ. και τον αόρ.) μεσημεριάζει, μεσημέριασε πλησιάζει μεσημέρι ή έφτασε μεσημέρι («μεσημέριασε κι ακόμη να μαγειρέψω») νεοελλ. (ενεργ. και μέσ.) καθυστερώ και μέ βρίσκει το μεσημέρι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”